- κελήτιον
- κελήτ-ιον, τό, Dim. ofA
κέλης 11
, Th.1.53, 4.120, App.BC2.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέλης 11
, Th.1.53, 4.120, App.BC2.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελήτιον — κελήτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κέλης*) μικρή και γρήγορη λέμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κελήτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίοις — κελήτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίου — κελήτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίῳ — κελήτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελήτια — κελήτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)